-
1 ловкость
-
2 способность
способность ж η ικανότητα, η επιδεξιότητα, η καπατσοσύνη* * *жη ικανότητα, η επιδεξιότητα, η καπατσοσύνη -
3 изворотливость
изворотлив||остьж ἡ ἐπιδεξιότητα [-ης], ἡ ἐπιτηδειοτητα [-ης], ἡ εὐστροφία. -
4 искусность
иску́сн||остьж ἡ ἐπιδεξιότητα [-ης], ἡ ἰκανότητα [-ης]. -
5 ловкость
ловк||остьж ἡ ἐπιδεξιότητα [-ης], ἡ ἐπιτη-δειότητα [-ης], ἡ καπατσοσύνη, ἡ σβελτάδα. -
6 оборотливость
оборотлив||остьж разг ἡ ἐπιδεξιότητα, ἡ καπατσοσύνη, ἡ ἐπιτηδειότητα. -
7 опытиость
опыт||иостьж ἡ πείρα, ἡ ἐπιδεξιότητα [-ης]. -
8 расторопность
расторопн||остьж ἡ σβελτάδα / ἡ ἐπιδεξιότητα, ἡ καπατσοσύνη (ловкость). -
9 сноровка
сноровк||аж ἡ πείρα, ἡ ἐπιδεξιότητα:иметь \сноровкау в чем-л. ἔχω πείρα σέ κάτι. -
10 способность
способност||ьж ἡ ἰκανότητα [-ης]:\способность к чему́-л. ἡ Ικανότητα γιά κάτι, ἡ ἐπιδεξιότητα·.человек с большими \способностьями ἀνθρωπος μέ μεγάλες Ικανότητες· ◊ покупательная \способность эк. ἡ ἀγορώστική Ικανότητα. -
11 техника
техник||аас1. ἡ τεχνική, ἡ τέχνη, ἡ δεξιοτεχνία:музыкальная \техника ἡ μουσική ἐπιδεξιότητα· \техника шахматной игры ἡ τέχνη τοῦ σκακιοῦ· овладеть \техникаой κατακτώ τήν τεχνική· 2 (оборудование) ὁ τεχνικός ἐξοπλισμός, ἡ τεχνική/ воен. τά μηχανικά πολεμικά μέσα:использовать \техникау в сельском хозяйстве χρησιμοποιώ τήν τεχνική στήν ἀγροτική οἰκονομία· ◊ \техника безопасности μέτρα προστασίας ἀπό δυστυχήματα -
12 умение
умениес ἡ ἰκανότητα [-ης], ἡ ἐπιδεξιότητα [-ης]/ ἡ πείρα (опытность). -
13 ухватка
ухватк||аж разг1. (ловкость, сноровка) ἡ ἐπιδεξιότητα, ἡ πείρα:у него́ в работе нет \ухваткаи δέν 8χα πείρα τής δουλειᾶς·2. (манеры.) οἱ τρόποι, τό ὑφος, ἡ συμπεριφορά. -
14 хитрость
хитрост||ьж1. ἡ πονηριά, ἡ πανουργία, ἡ κατεργαριά·2. (уловка, прием) ἡ πονηριά, ὁ δόλος, τό τέχνασμα:военная \хитрость τό στρατήγημα, τό στρατηγικό τέχνασμα· взять \хитростьью καταφέρνω κάτι μέ πονηριά· пуститься на \хитростьи χρησιμοποιώ πονηριά·3. (изобретательность, искусность) ἡ ἐφευρετικότητα, ἡ ἐπιδεξιότητα, ἡ ἐξυπνάδα·4. (трудность, сложность) ἡ δυσκολία, τό πολύπλοκο· ◊ вот в чем \хитрость νά ποῦ εἶναι τό κουμπί· не велика \хитрость! σπουδαίο πράμα! -
15 изворотливость
[ιζβαρότλιβαστ'] ουσ. θ. επιδεξιότητα -
16 искусность
[ισκούσναστ"] ουσ. Θ. επιδεξιότητα -
17 опытность
[όπυτναστ'] ουσ. θ. πείρα, επιδεξιότητα -
18 изворотливость
[ιζβαρότλιβαστ'] ουσ θ επιδεξιότητα -
19 искусность
[ισκούσναστ"] ουσ θ επιδεξιότητα -
20 опытность
[όπυτναστ'] ουσ θ πείρα, επιδεξιότητα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
επιδεξιότητα — η (AM ἐπιδεξιότης) [επιδέξιος] η ιδιότητα τού επιδέξιου, ικανότητα, ευφυΐα («διὰ τὴν ἐπιδεξιότητα και νουνέχειαν τἀνδρός», Πολύβ.) νεοελλ. τέχνη, μαστοριά (α. «τις επιδεξιότητες τού κονταριού μαθαίνει» β. για ζωγραφιά, «με τόση επιδεξιότητα τήν… … Dictionary of Greek
επιδεξιότητα — η επιτηδειότητα, τέχνη, μαστοριά, καπατσοσύνη, επιδεξιοσύνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιδεξιότητα — ἐπιδεξιότης handiness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
λιθοδαίδαλος — λιθοδαίδαλος, ον (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί με επιδεξιότητα σε λίθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + δαίδαλος «δουλεμένος με επιδεξιότητα»] … Dictionary of Greek
μαστοριά — η (Μ μαστοριά και μαστορία και μαστοργά) [μάστορας] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαστορεύω, μαστόρεμα, επιδιόρθωση, επισκευή («τί μαστοριές έκανες πάλι στην κουζίνα») 2. μτφ. δεξιοτεχνία, επιμέλεια, επιδεξιότητα, επιτηδειότητα, ικανότητα,… … Dictionary of Greek
ταχυδακτυλουργία — Η τ. είναι γνωστή από την ελληνική αρχαιότητα με τα ονόματα θαυματοποιία, γοητεία κ.ά. Στην αρχαιότητα μάλιστα όλοι οι γνωστοί τότε λαοί τιμούσαν, ιδιαίτερα τους ταχυδακτυλουργούς, που εκμεταλλεύονταν την ευπιστία των απλοϊκών. Οι πρώτοι… … Dictionary of Greek
τεχνικός — ή, ό / τεχνικός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. μόνο ως ουσ. και τεχνικός Ν [τέχνη] 1. σχετικός με την τέχνη γενικά ή με μια ορισμένη τέχνη («τεχνικοί όροι» καθιερωμένες ονομασίες που αναφέρονται στις λεπτομέρειες τών τεχνών ή μιας τέχνης) 2. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της … Dictionary of Greek